περιεπέτασε

περιεπέτασε
περϊεπέτασε , περιπετάννυμι
spread
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιπετάννυμι — και περιπεταννύω Α 1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω 2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.) 3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”